μπέρτα

μπέρτα
η пелерина, накидка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "μπέρτα" в других словарях:

  • μπέρτα — η εξωτερικό ένδυμα χωρίς μανίκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. berthe] …   Dictionary of Greek

  • μπέρτα — η (λ. γαλλ.), πανωφόρι χωρίς μανίκια που κουμπώνει στο λαιμό, η πελερίνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σούτνερ, Μπέρτα — (Suttner). Αυστριακή συγγραφέας (Πράγα 1843 Βιέννη 1914). Από αριστοκρατική οικογένεια, έζησε με τον σύζυγό της για δέκα χρόνια στην Τιφλίδα. Υπήρξε μέλος διάφορων ειρηνιστικών συλλόγων και για τη δράση της πήρε το βραβείο Νόμπελ της ειρήνης το… …   Dictionary of Greek

  • επινωτίδιος — ἐπινωτίδιος, ον (Α) τραχύ μάλλινο πανωφόρι που κάλυπτε τα νώτα, την πλάτη, η μπέρτα, η κάπα …   Dictionary of Greek

  • επινώτιος — α, ο (Α ἐπινώτιος, ον) [νώτιος] αυτός που φέρεται στα νώτα, στις πλάτες νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επινώτιο ένδυμα χωρίς μανίκια που φέρεται πάνω στην πλάτη, κν. μπέρτα, σάλι αρχ. ωμοπλάτη …   Dictionary of Greek

  • μπερτάκι — το 1. μικρή μπέρτα. 2. βλ. μπερντάχι …   Dictionary of Greek

  • μπερτίτσα — η μικρή μπέρτα …   Dictionary of Greek

  • πελερίνα — η φαρδύ πανωφόρι μονοκόμματο και χωρίς μανίκια που ρίχνεται στους ώμους, αλλ. μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelerin < νεολατ. pelegrinus] …   Dictionary of Greek

  • περιώμιο(ν) — τὸ, Ν ένδυμα που καλύπτει τους ώμους, μπέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὦμος + επίθημα ιον] …   Dictionary of Greek

  • πελερίνα — η (λ. γαλλ.), κοντό πανωφόρι χωρίς μανίκια, μπέρτα (λ. γαλλ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»